Ο Ντολμάζ πετάχτηκε από τη μαύρη αστραφτερή λιμουζίνα στο χαλικόστρωτο δρομάκι μπροστά στην έπαυλη Γκελμπουρντά. Πλησίασε τον πιστό του υποτακτικό, τον Βεληγκέκα (παρά το όνομα, ήταν μόλις ένα και πενήντα με τα χέρια στην ανάταση) και του πέταξε τα κλειδιά.
«Πότισέ τα, τάισέ τα και τρίψε τα με την καλή τη βούρτσα».
Μπήκε φουριόζος στο επίσημο χωλ και συνέχισε προς το καθιστικό ανυπομονώντας να δει τη Νταμιτζάν. Την ανακάλυψε δίπλα στο τζάκι και κάτι στη στάση της τον έκανε να κοντοσταθεί. Η πανώρια Νταμιτζάν, υπερήφανη τουρκο-τάταρη πριγκίπισσα που ξέπεσε και έγινε καθηγήτρια λάτιν χορών, καθόταν με σκυμμένο κεφάλι ενώ λυγμοί τράνταζαν τους σμιλευτούς της ώμους. Τα κορακίσια μαλλιά της σκέπαζαν τα αμυγδαλωτά της μάτια.
«Νταμιτζάν…; Τι τρέχει;»
Τον κάρφωσε με ένα πικραμένο -πλην όμως δολοφονικό- βλέμμα.
«Μόλις τηλεφώνησε η τσούλα σου, η Γιαουρτλού! Μου είπε πως δεν ψήφισες την Κυριακή και πως δεν θα το κάνεις ούτε την ερχόμενη… Πώς μπορείς, πώς μπόρεσες;»
«Νταμιτζάν τι είναι αυτά που λες; Η Γιαουρτλού είναι παρελθόν για μένα. Όσο για τη ψήφο, πάψε να ασχολείσαι με τις αντρικές δουλειές.»
Ο τόνος του ήταν απότομος και μια φλέβα έπαιζε στον γκρίζο, γοητευτικό του κρόταφο. Σιχαινόταν να ανακατεύονται γυναίκες στις υποθέσεις του. Η Νταμιτζάν ορθώθηκε σα μαινάδα μπροστά στον Ντολμάζ και του αντιγύρισε «Πώς μπορείς να το λες αυτό; Τώρα που ο Μεγάλος Βεζίρης δίνει ιερό αγώνα για τον Βασιλοαναρχισμό, τώρα που η χώρα σε έχει ανάγκη, εσύ απέχεις; Έτσι θα μεγαλώσεις τα παιδιά μας;»
Η οργή του Ντολμάζ ξέσπασε αστραπιαία: «Πίσω, μωρή (γ)καμήλα!».
Το βαρύ, αντρίκειο χέρι σηκώνεται και της δίνει μια ξανάστροφη. Η Νταμιτζάν σωριάζεται στο παχύ χαλί, ενώ στο κατακόκκινο πρόσωπό της αρχίζει να διακρίνεται ανάγλυφο το ρητό που βρίσκεται χαραγμένο στο μεγάλο δαχτυλίδι του Ντολμάζ, «Kemal is my homeboy». Την ίδια στιγμή ο Ντολμάζ καταλαβαίνει το σφάλμα του. Όχι μόνο πλήγωσε την γυναίκα που αγαπά αλλά θα χρειαστεί και καμιά εκατοστή επεισόδια για να ξανακερδίσει την πιστή μα ατίθαση καρδιά της (πιθανότατα και κάμποσα ταξίδια στις Μαλδίβες και το μαγευτικό Αφιόν Καραχισάρ).
Η πληγωμένη Νταμιτζάν του λέει με πίκρα «Τώρα έδειξες το αληθινό σου πρόσωπο, ασύδοτε καπιταλιστή! Τόσα όνειρα, τόσες ελπίδες, εδώ καταλήγουν. Φτου σου αλήτη, ε αλήτη!». Τρέχει και κλειδώνεται στο δωμάτιο της αφήνοντας τον Ντολμάζ παραζαλισμένο.
Κάθεται στον σοφά, παίρνει το τηλέφωνο στο δεξί του χέρι ενώ με το αριστερό βγάζει έναν κιοφτέ από την τσέπη και τον μασουλά ανόρεχτα.
» Τι έκανα ο αχρείος, τι έκανα ο ουτιδανός, ο χθαμαλός εγώ!»
Το στιβαρό του δάχτυλο σχηματίζει το μυστικό νούμερο του Μεγάλου Βεζίρη. Παλιοί συμμαθητές στο κολλέγιο του Ήτον, ακολούθησαν τη οικογενειακή παράδοση και ασχολήθηκαν ο ένας με τις μπίζνες, ο άλλος με την πολιτική, αλλά πάντα διατηρούσαν επαφή και φιλία.
«Έλα ρε μπαγάσα, πού χάθηκες;» ακούστηκε η απατηλά ήρεμη φωνή του Βεζίρη.
«Μου άναψες φωτιά στο σπιτικό μου, Τσογλάν! Δε μου λες, τι σ’ έπιασε και τους έχεις τρελάνει όλους μ’ αυτές τις εκλογές; Μια χαρά είσαι με τη Δεκάτη και τον Κεφαλικό, σαράντα γιουσουφάκια στην καθισιά σου… Τι έγινε, βαρέθηκες το κανόε καγιάκ και είπες να παίξεις με τις κάλπες;»
Ο Βεζίρης σοβαρεύτηκε. «Έλειπες μέρες στο Σίτι, Ντολμάζ, και δεν έμαθες τις εξελίξεις… Έχουμε πρόβλημα. Δε μού’ φτανε το άδειο θησαυροφυλάκιο, ξαναχτύπησε και η Τζομπανάκ-χανούμ!»
Παραλίγο να πέσει το ακουστικό από το (αρρενωπό) αυτί του Ντολμάζ. Είχε χρόνια να ακούσει αυτό το μισητό όνομα. Η όμορφη και σκοτεινή Τζομπανάκ-χανούμ, διπλωματούχος Μάγισσα της Σμύρνης, φίδι κολοβό στον κόρφο της χώρας και ορκισμένος εχθρός του Ντολμάζ, εμφανίστηκε πάλι! Θυμήθηκε με αποτροπιασμό την τελευταία αναμέτρησή τους στο κατάμεστο Ολυμπιακό Στάδιο. Αντιστάθηκε στα ξόρκια και τα κάλλη της και, αφού την έπνιξε, τη σκότωσε, την έσφαξε, την έκαψε και πέταξε τα κομμάτια της στο Βόσπορο, θεώρησε πως είχε απαλλάξει τον ντουνιά από δαύτη.
Σίγουρα πίσω από αυτή την φριχτή επιστροφή κρύβεται η στρίγγλα η μάνα της, η Μικρή Κατιμά. Δολοπλόκα και παντοδύναμη μάγισσα, λένε πως κάποτε, πριν από αιώνες, ήταν γκιαούρης που τον έντυναν με γυναικεία ρούχα για να μην τον πάρουν οι Γενίτσαροι. Μπήκε τόσο καλά στο ρόλο που γέννησε και παιδιά, με πιο αγαπημένο τη Τζομπανάκ-χανούμ, στην οποία έμαθε όλα τα σκοτεινά μυστικά της. Με τη βοήθεια του Ωξαποδώ απόκτησε μεγάλη δύναμη, κυριάρχησε στον υπόκοσμο και έγινε κρυφή ηγέτης της Μαφίας των Γαλατάδων, της σκληρότερης οργάνωσης που υπήρξε ποτέ. Έχει ορκιστεί να κάνει την κόρη της αφέντη του Βιλαετιού και του κόσμου όλου.
«Πού την είδες; Πες μου πού την είδες, Τσογλάν!»
«Τόλμησε να βάλει τη φάτσα της σε προεκλογικό φυλλάδιο, Ντολμάζ. Με τη στολή της μάγισσας και το λάγνο, ξινισμένο βλέμμα υπνωτίζει τα πλήθη. Αυτή και ο Ψιψί-εφέντης στο Νότο, οι ορδές του Εκμέκογλου στο Βορρά… Θα με λιανίσουνε, Ντολμάζ! Ο πέμπτος δρόμος για τον Κεμαλισμό κινδυνεύει.»
«Φτάνει, μην πεις τίποτε άλλο. Θα αναλάβω δράση, στο υπόσχομαι.»
Σηκώνεται με ορμή και τρέχει να βρει τον Βεληγκέκα. «Η καλή μου η Νταμιτζάν είχε δίκιο», σκέφτεται. «Να μην ξεχάσω να της πάρω καταϊφι το βράδυ».
«Βεληγκέκα! Πάρε το μαστίγιο και μάζεψε τους πέντε χιλιάδες κολλήγους μου και τους δεκατρείς χιλιάδες εργάτες και φρόντισε να ψηφίσουν την Κυριακή. Η Πατρίς μας χρειάζεται. Τον τεχνικό υπολογιστών άσ’ τονε. Θα κάνουμε φορμάτ τη Δευτέρα κι όταν έχει τα νεύρα του μ’ αφήνει χωρίς wifi. Άντε, ακόμα εδώ είσαι;»
«Τρέχω, αφέντη»
[Τέλος επεισοδίου]
Ανυπομονώ για τη συνέχεια εφέντη’μ!
Ο Ομέρ Πριόνης, πάντως, έφυγε από το σήριαλ…
κι άλλο κι άλλο!!!
Μα τον Αλλάχ, με πεθάνανε τα ονόματα! Αυτός ο Ψιψί-εφέντης κυρίως, με αποτελείωσε!!! Να’σαι καλά, τι γέλιο!!!
Ευχαριστούμε που προτιμήσατε το κανάλι μας για την ενημέρωσή σας!
Λεβέντη* μου η κουβέντα* σου, πεσκέσι* από ζουμπούλια.*
Στο χάλι* που μας έβαλαν τα τομάρια* δίχως μπέσα*.
Σαφώς* με το σεργιάνι* απ’ το κιτάπι* σου το ιντερνετικό, μας περνά το κασαβέτι.*
[οι λέξεις με * έχουν τουρκική ρίζα]
Άφεριμ (κι ευχαριστώ) μαύρα μεσάνυχτα.
Το κασαβέτι δεν το γνώριζα -μόνο τον Κασαβέτη- αλλά, πλέον, ενημερώθηκα σωστά.
[Έχω την εντύπωση πως η μπέσα είναι αλβανική λέξη, μα ίσως κάνω λάθος.]
Καλά μιλάμε για τρελά γέλια! Αεροζόλ, έχεις ρέντα.
Είμαι σε ετοιμότητα με πατατάκια και μπύρα!
Άργησε λίγο αλλά φταίνε οι απεργίες!
Φοβερό…
Τι έμπνευση!
Κορυφαίος..!