Τώρα που ο απόστολος του εν Ελλάδι lifestyle δηλώνει πως βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, χέρι-χέρι με την κοσμοθεωρία που γαλούχησε μια γενιά, ανακαλύψαμε άλλο ένα ντέρμπυ προς τέρψιν και εκτόνωσιν: σαν τα αρχετυπικά αγοράκια με τη ζωή ανά χείρας αναρωτιόμαστε αν είναι μικρή ή μεγάλη. Και ποιος την έκανε έτσι.
Στην παρούσα φάση κυριαρχεί η άποψη πως ο Πέτρος είναι ο Λύκος, ο υπέρτατος διαφθορέας ηθών και εθίμων. Αφθονούν όμως και οι “φιλομνημονιακοί” της υπόθεσης που διαλαλούν πως τα φάγαμε μαζί με τον Οξαποδώ στην μαγευτική Μύκονο και πως είναι ντροπή μας που αντί να κάνουμε αυτοκριτική τα ρίχνουμε στην τρόικα (ΚΛΙΚ-ΝΙΤΡΟ-ΜΕΝ) για να βγάλουμε την πάρτη μας λάδι.
Το aerosol δηλώνει για μια ακόμα φορά μαγεμένο από όλα αυτά τα καυτά ιδεολογικά διλλήματα με τα οποία χαϊδευόμαστε όποτε βαριόμαστε να κάνουμε κάτι χρησιμότερο -δηλαδή συνήθως! Και, ως ιστολόγιον γνησίου τεμπέλη, παίρνει θέση για να θυμίσει καναδυό πραγματάκια.
Τη δεκαετία του ’80 είχε ωριμάσει πια η στιγμή να μπει η Ελλάδα σε μια άλλη πραγματικότητα. Μετά από μια αιωνιότητα μιζέριας, δυστυχίας και καταστροφής, ένας λαός γνώριζε την δυτικού τύπου ευμάρεια και αισιοδοξία. Είχε γκώσει από πραξικοπήματα, κατοχές, διωγμούς, πείνα, φθίση και ελονοσία, θάνατο, βασανιστήρια, ψείρες, δάκρυα και ξενιτιά. Ήθελε να τα αφήσει πίσω του, μαζί με την αισθητική και τις ιδεολογίες που θύμιζαν τους σκοτεινούς καιρούς. Παρότι ριγούσε και χόρευε με την αλήθεια των στίχων, δεν ήθελε πια παραπονεμένα λόγια να έχουν τα τραγούδια του.
Για πρώτη φορά υπήρχε διάχυτη η αίσθηση πως ήταν εφικτή μια διαφορετική ζωή. Ο πόλεμος, η πολιτική αστάθεια, η πείνα και η αρρώστια ήταν παρελθόν για τους πολλούς. Έμπαινε κάποιο χρήμα στην τσέπη, αγαθά στην αγορά, κάποια κουτσουρεμένη Εθνική Συμφιλίωση συνέβαινε, μέχρι και οι σοσιαλιστές που είχαν πάρει την εξουσία αποδείχτηκαν άνευ κονσερβοκυτίων και πρόθυμοι για μπίζνες. Έμπαιναν στα πράγματα νέα πρόσωπα, με άλλο λεξιλόγιο, περήφανα μουστάκια και μεγάλη προθυμία να φτιάξουν τις δικές τους φατρίες ή να ενωθούν με τις παλαιότερες για να δρέψουν τους καρπούς της οικονομικής ανόδου και της ΕΟΚ.
Με λίγα λόγια, συνέβαινε το σχεδόν απίστευτο για τα ελληνικά δρώμενα: η ζωή μπορούσε να μην είναι θλιβερή. Υπήρχε η επιλογή. Ναι, σε βλέπω εσένα στο βάθος που φωνάζεις “μα, πάντα υπήρχε!”. Όχι, με τους όρους που συζητάμε δεν υπήρχε. Άρχισε να υπάρχει με την μεταπολίτευση και εδραιώθηκε μετά το ’81. Χρειάστηκαν χρόνια κοινωνικής ειρήνης και μιας σχετικής οικονομικής εξέλιξης μέχρι να αρχίσει κανείς να μη φοβάται πως το τυρί μπορεί να το επιτάξει αύριο ο στρατός ή πως μπορεί να σου χτυπήσει κάποιος την πόρτα χαράματα για να σε σύρει σε μπουντρούμια, ας πούμε.
Αυτή η νέα κατάσταση έφερνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα -και μεγάλη καθυστέρηση- φαινόμενα που δεν είχαν προλάβει να πιάσουν ρίζα στα μέρη μας. Οι Έλληνες άρχισαν να αποκτούν αγοραστική δύναμη και χρόνο. Ειδικά οι νέοι βρέθηκαν με χαρτζιλίκι -και μεγάλη έννοια μην τους λείψει τίποτα. Δεν μπορούσαν να δουν τα τζιν σαν “αμερικανόφερτο δούρειο ίππο της διάβρωσης του προλεταριάτου”. Ανακάλυψαν τις λογοκριμένες ή δυσεύρετες μουσικές δυο δεκαετιών -κάποιοι ανακάλυψαν πως αυτές ήταν ήδη μιας γενιάς πίσω. Η τηλεόραση έμπαινε στα σπίτια και δημιουργούσε νέα πρότυπα και γλώσσα. Τα καταναλωτικά κεκτημένα της Δύσης κρέμονταν μπροστά από τη μύτη μας. Πριν ακόμα ο πισινός μας μάθει από σύγχρονες τουαλέτες η μύτη μας ανακάλυπτε το χαβιάρι. Έπρεπε να καλύψουμε έδαφος 40 χρόνων μονομιάς. Δεν είναι περίεργο που αυτό έγινε όπως έγινε.
Η εισαγωγή στη νέα κατάσταση απαίτησε δασκάλους, μεταφραστές των νέων τρόπων, κλειδοκράτορες της νεοαποκτηθείσας δυνατότητας για χλιδή, οδηγούς και χάρτες για τις άγνωστες περιοχές του παραμυθιού της γλυκιάς ζωής. Η φύση απεχθάνεται τα κενά: αυτοί οι άνθρωποι θα βρίσκονταν γιατί υπήρχε λαχτάρα να βρεθούν. Αναπόφευκτα, θα ξεπηδούσαν από τους χώρους με τη μεγαλύτερη επαφή με τον, ως τότε, “έξω κόσμο” ή το μεγαλύτερο όφελος από αυτή την επαφή και την εισαγωγή νεωτερισμών. Τηλεόραση, ραδιόφωνο, Τύπος, διαφήμιση, έμποροι, εισαγωγείς.
Οι δυο πρώτοι χώροι ήταν ακόμα υπό κρατικό έλεγχο. Αυτό δεν θα κρατούσε για πολύ αλλά, προς το παρόν, εμπόδιζε. Όσο παρωχημένο ήταν να παρακολουθείς ΥΕΝΕΔ και την εκπομπή των Ενόπλων Δυνάμεων, άλλο τόσο ήταν και οι ορδές πρασινοφρουρών σε ατέλειωτες συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης: κανείς νεόπλουτος δεν αντλεί ικανοποίηση από τέτοια πράγματα. Ο Τύπος όμως ήταν ένα άμεσα εκμεταλλεύσιμο ανοιχτό πεδίο. Τα υπάρχοντα όρια ήταν τόσο στενά που το να τα σπάσεις φαίνεται εκ των υστέρων εύκολο σαν να κλέβεις εκκλησία. Μπορούσε να μιλήσει για τα νέα ήθη, με νέο τρόπο, νέα γλώσσα και να προβάλλει μια ατέλειωτη σειρά από νεοεισαχθέντα προϊόντα σε ένα διψασμένο, φρέσκο κοινό, άμαθο από καταναλωτική αφθονία.
Και εγένετο ΚΛΙΚ. Είναι δύσκολο να μεταφραστεί αυτό σε όσους δεν το έζησαν. Εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού της ελληνικής μαζικής κουλτούρας, πετώντας δεξιά και αριστερά κομμάτια συντηρητικού, ασφυκτικού αστικού καθωσπρεπισμού απ’ τη μια, και λαϊκότροπου, πονεμένου πολιτικού διδακτισμού από την άλλη. Αυτό που μπήκε ήταν ένας απαστράπτον, χρωμιωμένος κόσμος μοντέρνου design, λαμπερών ανθρώπων που τίποτα δεν είχε τσακίσει την άψογη εικόνα και την αξιοπρέπειά τους (ή μάλλον τίποτα που να αναγνωρίζουμε από τις προηγούμενες τρομακτικές εθνικές εμπειρίες μας) και ένα σύμπαν εκπληκτικών προϊόντων και εμπειριών που πλέον θα τολμούσαμε να ονειρευτούμε πως, ναι, τις θέλουμε κι εμείς, χωρίς να πέσει φωτιά να μας κάψει.
Εκεί ήταν το κλειδί: μπορούσαμε να ονειρευτούμε τα μεταξωτά βρακιά, να τα επιθυμήσουμε χωρίς να είναι αμετάκλητα αυτονόητο πως οι κώλοι μας θα μείνουν αδέξιοι στον αιώνα τον άπαντα. Χωρίς να νιώθουμε ενοχές: αυτό ήταν και το κλειδί της συνεχούς χρήσης του “αποενοχοποιηθείτε”. Μετά από τόσο αβάσταχτη και χρόνια υλική και ιδεολογική επιβεβαίωση πως είναι τσακισμένος μα υπερήφανος λαός, ο έλληνας πρωτογνώρισε την άγρια χαρά της εκπλήρωσης του ατομικισμού. Ανάμεσα στους παιάνες του μαζικού, στην πολτοποίηση της ανέχειας και την εχθρικότητα του ίδιου του του κράτους, ο μη προνομιούχος (του 95% του ελληνικού λαού) είχε εμποτιστεί με την αντίληψη και τη νουθεσία πως η ατομικότητα αφορά τους δυνατούς και τους κακούς. Η ζωή του, μικρή ή μεγάλη, θλιβερή ή ήρεμη, καθοριζόταν από υπέρτερες, ωκεάνιες δυνάμεις.
Μ’ αυτή τη λογική οι πρώτες εκφράσεις του lifestyle Τύπου ήταν πιστές στο όνομά τους. Με εκκεντρικό λόγο, σαρκαστικό χιούμορ, έμφαση στη μορφή των πραγμάτων, ενασχόληση με το ανάλαφρο και απομυθοποίηση του σοβαρού, έδιναν παραδείγματα για το πώς η ζωή μπορούσε να διαμορφωθεί από εσένα και για τους πιθανούς τρόπους, όψεις και εφαρμογές αυτής της διαμόρφωσης. Σε μια εποχή που είχε ονομάσει σοβαρό και το ασόβαρο και το σοβαροφανές, αυτό ήταν μια πολιτισμική επανάσταση, ένας καθαρμός από την υπερβολική δόση ορίων. Στο ξεκίνημά του το ΚΛΙΚ άγγιξε ενδιαφέροντα θέματα με πρωτάκουστο -για ελληνικό μαζικό έντυπο- τρόπο. Πριν μετατραπεί σε μπροστάρη της βιομηχανίας του ευτελούς, αποτέλεσε ανάσα, παράθυρο και πηγή έμπνευσης για μια γενιά ανθρώπων. Αψήφησε ταμπού και καταπιάστηκε με πρωτότυπη ανεμελιά με τον αφρό των ημερών αλλά και πιο αιχμηρά πράγματα. Κάποια από τα πρώτα τεύχη του βρίσκονται ακόμα καλά φυλαγμένα σε αρκετά σπίτια. Παρά τα όσα επακολούθησαν.
Η συνέχεια αποδείχθηκε λιγότερο ένδοξη. Αυτή είναι η μοίρα των περισσότερων επαναστάσεων, ακόμα και των μικρών. Τις λίγες στιγμές έμπνευσης ακολουθεί η αυτάρεσκεια του ισχυρού. Αλλά αυτό είναι μια ιστορία που περιλαμβάνει όχι μόνο την πορεία των σχετικών περιοδικών και των εμπνευστών τους αλλά και της κοινωνίας των αναγνωστών τους. Η αποενοχοποίηση συντελέστηκε τόσο επιτυχημένα και τόσο γρήγορα που πολλοί έμειναν χωρίς καμία τσίπα. Από την λαχτάρα και την πείνα μέχρι τον κορεσμό και την πώρωση, αποδείχτηκε μικρή η απόσταση. Η σνομπ αποδόμηση κοινωνικών ταμπού του σχετικού Τύπου δεν φάνηκε να έχει έρεισμα σε στέρεη αισθητική και ιδεολογική πλατφόρμα ή δέσμη αξιών πέρα από την ατομική ικανοποίηση και την ψευδαίσθηση ευμάρειας που τη γέννησε –αντίθετα από τον αμιγώς εναλλακτικό και underground Τύπο.
Η ίδια η κοινωνία δεν φαινόταν να μπορεί να δημιουργήσει αξίες που να χρησιμεύουν ως ερείσματα στις νέες καταστάσεις και είχε φθείρει ή ταυτίσει τις παλιές αξίες με τον τρόπο ζωής που έλπιζε να εξορκίσει δια παντός. Αφέθηκε στα άπειρα χέρια διάφορων αρπακολλατζήδων μιας βιοτεχνίας παραγωγής εικόνων, που με τη σειρά τους αναμασούσαν, επί το φτηνότερο, έτοιμα μοντέλα του εξωτερικού. Η ειρωνεία είναι πως έτσι συνέχιζε ακριβώς στα χνάρια της παλιάς μιζέριας. Όπως το ’60 κότσαρε ελληνικά στις ιταλικές κόπιες αμερικάνικων σουξέ, το ίδιο άγαρμπα γέμιζε σάλια το πούρο/κανόνι παίρνοντας μάτι τα μπούτια του ελληνικού σταρ (ναι, καλά…!) σύστεμ.
Και μετά ξύπνησε. Και μετά έψαχνε τον υπεύθυνο. Και μετά ο «υπεύθυνος» αποκάλυψε πως τώρα είναι φτωχός πλην τίμιος. Και μετά δεν έφταιγε κανείς, μόνο η μαύρη μοίρα, σαν σε ταινία του Ξανθόπουλου. Και όσοι τόσα χρόνια είχαν στρέψει αλλού τα μάτια και τα έργα, γνωρίζουν την ματαιότητα μιας μικρής και ανούσιας δικαίωσης που δεν ωφελεί κανέναν. Κάποια πράγματα είναι σαν τις μόδες: όταν γίνουν κτήμα των πολλών είναι πια τελείως out. Σ’ αυτό συμφωνεί και το lifestyle.
Μόνοι μας εντέλει βάζουμε τα χεράκια μας και βγάζουμε τα ματάκια μας, έτσι δεν είναι;… Πικρή διαπίστωση των ημερών και με αφορμή το κείμενό σου.
Η απόδοση ευθυνών μπορεί να γίνει μπερδεμένο πράγμα. Κοιτάς πίσω και βλέπεις τις πολλές συνιστώσες των πραγμάτων. Θύματα και θύτες ένα κουβάρι.
[Γεμίσαμε πικρές διαπιστώσεις, Κυρά…!]
«Τις λίγες στιγμές έμπνευσης ακολουθεί η αυτάρεσκεια του ισχυρού. »
– Σωστά.
Η ψευδαίσθηση στην δύναμη της εξουσίας, μαζί με την αλλαζονεία , τον εγωκεντρισμό, όλα μαζί.
.»όταν τα εφήμερα θέλουν να γίνουν επικυρίαρχα.», δηλαδή..
”όταν τα εφήμερα θέλουν να γίνουν επικυρίαρχα.”
Η ιστορία της ζωής μας!
Reblogged this on TURBO.
Πολύ καλή ανάλυση με εύστοχες επισημάνσεις.
Μένω στο ό,τι
στη » δεκαετία του ’80 είχε ωριμάσει πια η στιγμή να μπει η Ελλάδα σε μια άλλη πραγματικότητα»
αλλά μιας και
» …η κοινωνία δεν φαινόταν να μπορεί να δημιουργήσει αξίες … και είχε φθείρει … τις παλιές αξίες…αφέθηκε στα άπειρα χέρια διάφορων αρπακολλατζήδων …».
Άραγε μάθαμε κάτι από αυτά που προηγήθηκαν που να μπορούν να χρησιμέψουν για τη δεκαετία που διανύουμε;
Συνολικά ως κοινωνία;
Η δική μου εικασία είναι πως όχι ιδιαίτερα. Όταν πέφτει η φάπα, βέβαια, κάπως προβληματίζεσαι… Δεν ξέρω πόσο βαθιά πάει αυτό. Εσύ τι λες;
Μακάρι νά ‘ξερα…
Η αδράνεια φαίνεται να ισχύει σε κάθε φαινόμενο που κάτι χρειάζεται να αλλάξει.
Δυνάμεις τριβών αντιστέκονται επίσης στην (μετα)κίνησή μας.
Τί μπορεί να γίνει σε αυτή την φάση;
Οι φυσικοί νόμοι λένε πώς εξωτερικές δυνάμεις μπορούν να αλλάξουν την «κινητική» μας κατάσταση, αλλά προς ποιά κατεύθυνση και με τι τίμημα;
Η άλλη επιλογή λέει να αξιοποιήσουμε κρυμμένα αποθέματα ενέργειας. Κάτι θα χάσουμε – θυσιάσουμε αλλά με πιθανότητες να γεννηθούν καινούργια συστήματα – μορφές οργάνωσης – ύπαρξης…
Κομβικό σημείο σε όλα αυτά είναι το τι πιστεύουμε ότι πραγματικά αξίζει και το πώς ιεραρχούμε τις προτεραιότητές μας.
Μπορεί ούτε τώρα να είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε αξίες αλλά φαίνεται τουλάχιστον ότι κατέπεσαν εκείνες που μας οδήγησαν εδώ και αφού όπως λες η φύση απεχθάνεται (;) το κενό ίσως τώρα υπάρχει χώρος για τις παραγκωνισμένες ή …τις αγέννητες
Το είπα αλλά (μεταξύ μας…!) βάζω κι εγώ ερωτηματικό. Εύχομαι ολόψυχα το κενό να γεμίσει με κάτι θετικό. Το σύστημα που ταράσσεται δεν είναι μόνο το ελληνικό και τέτοια κενά δημιουργούν έντονες αλλαγές.